εννοιοκρατικός

εννοιοκρατικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εννοιοκρατία (βλ. λ.).
2. το αρσ. ως ουσ., εννοιοκρατικός ο οπαδός της φιλοσοφικής θεωρίας της εννοιοκρατίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εννοιοκρατικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εννοιοκρατία 2. το αρσ. ως ουσ. ο εννοιοκρατικός ο οπαδός τής θεωρίας τής εννοιοκρατίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”